- σιδεροκέφαλος
- και σιδηροκέφαλος, -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιοςβ) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, -ηλέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο δεσμός ή η θέση τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία αρρώστια ή διορίστηκαν σε μια υπηρεσία4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδεροκέφαλαζώα, κυρίως γιδοπρόβατα, τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα μετά τη λήξη τής μισθώσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- / σιδηρο-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σκυλο-κέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.