σιδεροκέφαλος

σιδεροκέφαλος
και σιδηροκέφαλος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι
2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος
β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας
3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, -η
λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο δεσμός ή η θέση τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία αρρώστια ή διορίστηκαν σε μια υπηρεσία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδεροκέφαλα
ζώα, κυρίως γιδοπρόβατα, τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα μετά τη λήξη τής μισθώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- / σιδηρο-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σκυλο-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδεροκέφαλος — η, ο (συνήθως σε ευχή), ολόγερος, εντελώς υγιής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος 2. αυτός που έχει γερή κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο δυναμος, χειρο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροκέφαλος — η, ο, Ν βλ. σιδεροκέφαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”